- κηρόχυτος
- κηρό-χῠτος, ον,A moulded of wax, κ. μείλιγμα, of the melody of Pan, Castorio 2.5; dub. in Pl. Epigr.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρόχυτος — moulded of wax masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… … Dictionary of Greek
κηρόχυτον — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem acc sg κηρόχυτος moulded of wax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροχύτοισι — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροχύτου — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροχυτώ — κηροχυτῶ, έω (Α) [κηρόχυτος] 1. σχηματίζω μορφές, χύνω σχήματα σαν σε κερί 2. (για τις μέλισσες) κατασκευάζω κυψέλες από κερί … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek